- βαναυσοτεχνώ
- βαναυσοτεχνῶ (-έω) (Α)ασκώ χειρωνακτική εργασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βάναυσος — η, ο (AM βάναυσος, ον) τραχύς αγροίκος αρχ. 1. χειρώνακτας, χειροτέχνης 2. σχετικός με τον χειροτέχνη 3. ταπεινός, χυδαίος, κακόγουστος 4. φρ. «βάναυσος τέχνη» χειρωνακτική εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. βάναυσος < *βαύναυσος με… … Dictionary of Greek
βαναυσουργώ — βαναυσουργῶ ( έω) (Α) [βαναυσουργός] βαναυσοτεχνώ … Dictionary of Greek